- μαρμαροφεγγεῖς
- μαρμαροφεγγήςgleaming whitemasc/fem acc plμαρμαροφεγγήςgleaming whitemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαροφεγγής — μαρμαροφεγγής, ές (Α) (ιδίως για τα δόντια) 1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο 2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο… … Dictionary of Greek